παράσειο

παράσειο
το / παράσειον, ΝΑ
νεοελλ.
μικρή έγχρωμη σημαία, σχισμένη στα δύο στην άκρη, που χρησιμεύει για διακόσμηση ή για την επικοινωνία με σήματα στον στρατό ή στο ναυτικό και συχνά στολίζει τις λόγχες τών ιππέων ή τις σάλπιγγες
αρχ.
1. μακρόστενη σημαία που τοποθετείται στην κορυφή τού ιστού πλοίου για διακόσμηση
2. το ανώτατο ιστίο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σείω (πρβλ. επισείων «σημαία»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρασειοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει παράσειο («παρασειοφόρος ναυς») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρασειοφόρος στρατ. ιππέας ή οπλίτης ο οποίος κρατά λόγχη ή σάλπιγγα στολισμένη με παράσειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσειο + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”